αδελφή εταιρεία

αδελφή εταιρεία
η
Schwestergesellschaft f

Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Λιδωρίκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από το Λιδορίκι της Φωκίδας. 1. Αθανάσιος (1788 – ;). Ήταν ανιψιός του Αναγνώστη (βλ. 2.). Στάλθηκε ως όμηρος στον Αλή πασά των Ιωαννίνων μαζί με τα εξαδέλφια του. Διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του και την… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • συνάδελφος — ο, η / συνάδελφος, ον, ΝΜΑ, και συνάδερφος, ο, η, θηλ. και συναδέλφισσα και συναδέρφισσα Ν νεοελλ. μσν. 1. αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον άλλο 2. αυτός που ανήκει στον ίδιο οργανισμό, στην ίδια εταιρεία, στην ίδια σχολή με άλλον αρχ …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξίου, Έλλη — (Ηράκλειο Κρήτης 1894 – Αθήνα 1988). Διακεκριμένη πεζογράφος και παιδαγωγός, αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη και του ποιητή Λευτέρη Αλεξίου. Εργάστηκε καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης και, μετά τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, έζησε σε χώρες του… …   Dictionary of Greek

  • Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”